απηκριβωμένος

απηκριβωμένος
η, ον уточнённый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "απηκριβωμένος" в других словарях:

  • ἀπηκριβωμένος — ἀπηκρῑβωμένος , ἀπακριβόομαι to be highly wrought perf part mp masc nom sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απακριβούμαι — ἀπακριβοῡμαι ( όομαι) (Α) Ι. παθ. 1. υφίσταμαι λεπτομερή επεξεργασία από κάποιον, γίνομαι τέλειος 2. (μτχ.) ἀπηκριβωμένος (για πρόσωπα) αυτός που γνωρίζει κάτι με ακρίβεια II. μέσ. (στη γλυπτική) αποτελειώνω, κάνω κάτι τέλειο …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»